- μίκρυνση
- ηβλ. σμίκρυνση.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ακρο- — (I) Γλωσσ. α συνθετικό πλήθους συνθέτων τής Ελληνικής, αρχαίας και νέας, προερχόμενο από το επίθ. ἄκρος* ή τους ουσιαστικοποιημένους τύπους τού επιθέτου ἄκρα, η και ἄκρον, το. Τα σύνθετα τής κατηγορίας αυτής (ακρο Ι) σημαίνουν γενικά «τον… … Dictionary of Greek
σμίκρυνση — και μίκρυνση, η, Ν 1. ελάττωση ως προς τις διαστάσεις 2. αναπαράσταση σε μικρές διαστάσεις, σε αντιδιαστολή προς τη μεγέθυνση 3. (φωτογρ.) δημιουργία θετικού φωτοτύπου ή φωτοαντιγράφου μικρότερων διαστάσεων από την αρνητική φωτογραφία από την… … Dictionary of Greek